Η εκθρονισμένη



Τίποτα δεν είναι πιο μυστηριώδες, πιο αινιγματικό για εμάς – τα κορίτσια – από το να βλέπουμε έναν άντρα που ως χθες μας ήθελε, να μην μας θέλει πια.
Και τότε τα μετανιώνουμε όλα. Μετανιώνουμε για όλα του τα βάσανα, για τις περιττές σκληρότητές μας, τις αναιδείς απορρίψεις, τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Όλα περνάνε ξαφνικά από μπροστά μας σαν τρομακτική εικόνα, ομιχλώδης, αλλά και σαφής. Κάποτε βασίλισσες, τώρα εκθρονισμένες.
Δεν μας παρακαλά πια να του τηλεφωνήσουμε και δεν τηλεφωνεί. Δεν προσπαθεί να μας αγγίξει «κατά λάθος», να βρεθεί στον δρόμο μας «κατά λάθος».
Εκθρονιστήκαμε.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως θα είχε αντίρρηση, αν τώρα εμείς αλλάζαμε γνώμη. Κι αν το θέλαμε οπωσδήποτε, τότε ίσως να έδειχνε έλεος – υπό έναν όρο: η τρυφερότητά μας να είναι τόση, όση χρειάζεται για να στεγνώσουν τα δάκρυα που έχυνε μήνες τώρα.
Κανονικά δεν μαλώνουμε με αρρώστους. Όμως με αυτόν τον άρρωστο μαλώναμε, μέχρι που ανάρρωσε. Δεν καταλαβαίναμε ποτέ τα ερωτικά του γράμματα, ότι δεν κοιμόταν εξαιτίας μας, ότι δεν έτρωγε εξαιτίας μας. Όχι μόνο δεν το καταλαβαίναμε – το χλευάζαμε κιόλας.

Όμως τώρα τα καταλαβαίνουμε όλα. Αργοπορημένη συνειδητοποίηση. Το γλυκόπικρο της ήττας. Η ειρωνεία γύρισε μπούμερανγκ
Και μπροστά μας στέκεται ντούρος, ο πρώην ασθενής, ο πρώην σκλάβος μας, που κάποτε ήταν έτοιμος να φάει τα κουκούτσια του καρπουζιού που φτύναμε.
Και τώρα δεν θέλει ούτε την καρδιά του καρπουζιού μας!
Αχ, αχ, αααχ! Τι κρίμα.
Και πια δεν τον ψυχαγωγεί το μελωδικό μας ρέψιμο.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια