Μαντεμουαζέλ Φαντίν


Μετά το δείπνο.
Ο σύζυγος κάθεται σε μια χαμηλή πολυθρόνα και καπνίζει πούρο.
Η νεαρή σύζυγος κάθεται δίπλα του και φοράει ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα. Μια δαντέλα από τούλι, κεντημένη, με  άσπρα μαργαριτάρια στολίζει τον ψηλό της λαιμό. 
Ξαφνικά βάζει το χέρι της πάνω στο δικό του, σαν να τον κολακεύει, σαν να παρακαλά...

Εκείνος: «Μα τι έχεις κουκλί;»

Σιωπή...

«Νανίτα;»

Εκείνη: «Τίποτα... είμαστε δυσκίνητα όντα... οι ακροβάτες δεν είναι... να μη νιώθεις τον εαυτό σου... τι ωραία θα ήτανε...»

Εκείνος: «Μήπως έχεις πονοκέφαλο;»

Εκείνη: «Όχι... πού απέμεινε η κίνηση, που περιπλανιέται... που όπου εκείνη είναι, κάτι όμορφο γεννιέται;  Τα χελιδόνια για παράδειγμα, οι αγριόγατες,  οι τυφώνες. Η γή τρέχει γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον εαυτό της... γι΄αυτό είναι όλα όμορφα... το νερό τρέχει, κυλάει... κι αν δεν τρέξει, θα γίνει βάλτος... ο αέρας τρέχει, φυσάει... κι αν δεν φυσήξει, δεν θα φύγουν τα σύννεφα... όμως εμείς είμαστε δυσκίνητοι...  Cantatrice grotesca.... Ballerina. Τι είναι το ακροφύσιο; Κίνηση! Η δίνη... κίνηση... παράξενοι ελκυστές... ορίζοντας γεγονότων... κίνηση... Παύλοβα... τι υπέροχη ήταν εκείνη η υπεροπτική διάθεση των αρθρώσεων...»

Εκείνος«Νανίτα...!»

Εκείνη: «Η μαντεμουαζέλ Φαντίν... ναι... είναι κίνηση.. κίνηση που γιορτάζει το ίδιο της το όργιο... που από υπερβολική δύναμη εκρήγνυται... explosion... implosion... που χτυπιέται... που τραντάζεται... που θα μπορούσε να σκάσει από το γέλιο για τον εαυτό της.  Ένα χαμίνι είναι, ένα κορίτσι, μια διάνοια, μια σβούρα... κάτι ζωντανό. Η Φαντίν δεν θα γεράσει ποτέ... της γάτας τα χρόνια δεν φαίνονται... σαν την φυση να είσαι... τι ωραία!... Η Φαντίν δε θα γεράσει ποτέ... είναι σαν το τρεχούμενο νερό, σαν το νερό που γκρεμίζεται... καταρράχτης... η Φαντίν... ναι!... λέω «ναι!»...»

Εκείνος: «Η Φαντίν είναι μια μεθυσμένη μεγαλειότητα, μια μεγαλειότητα που έχει γίνει αλαζονική και τώρα...»

Εκείνη: «Όχι! Είναι η ζωή... η ζωή όπως θα έπρεπε να είναι... ότιδήποτε ζωντανό βγαίνει από βαθιά και έχει τη μέθη του, τα ύψη του, τα βάθη του, τις εκκεντρικότητές του, τις τρέλες του, τα παιδιαρίσματα, όλα... εμείς όμως έχουμε το «απαραίτητο», εκείνο το υφέρπον ΄«απαραίτητο»... σε όλα!.. λέω «ναι»...»

Εκείνος: «Γλυκιά μου, είσαι εκτός εαυτού από ενθουσιασμό. Tόσο πολύ αγαπάς την Φαντίν!;»

Εκείνη: «Ναι, την αγαπώ. Ζηλεύεις;»

Εκείνος: «Σχεδόν...»

Εκείνη: «Αγαπώ εμένα σε εκείνη. Είναι σαν μια πλευρά της ύπαρξής μου που ατροφεί... δεν μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στην σκληρή ζωή... και την βρίσκω σε εκείνη. Μερικές φορές θέλω να είμαι κάτι τρανταχτά γελαστό για φίλημα... κάτι που έγινε μέθη... μια κούκλα που κουνάει τα πόδια της... »

Ρίχνει το κεφάλι στα χέρια της...

Εκείνος: «Αγάπη;»

Εκείνη: «Τίποτα... μ' αγαπάς ακόμη;... πες ναι... πες ναι!... όμως δεν έχω καμία κίνηση, δεν είμαι σβούρα...»

Εκείνος: «Ο ενθουσιασμός δεν είναι κίνηση, μικρή; Μήπως δε σε στροβιλίζει;;  Ζαλίστηκα κι εγώ μαζί σου. Σε λατρεύω!»

Και την φίλησε απαλά στα μαλλιά...


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια